Η Γερμανία καταγράφει σημαντική αύξηση στην αναλογία κρατικών δαπανών επί του ΑΕΠ (γνωστή ως Staatsquote), φτάνοντας το 49,5% για το 2024, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία.
Πρόκειται για άνοδο κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2023, όταν το ποσοστό ήταν 48,4%.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στις οικονομικά ενισχυμένες κοινωνικές παροχές, όπως συντάξεις, φροντίδα ηλικιωμένων και επιδόματα πολιτών (Bürgergeld), καθώς και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η νοσοκομειακή περίθαλψη.
Η μακροχρόνια σύγκριση δείχνει σταθερή ανοδική πορεία
Η σημερινή Staatsquote είναι 2,2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της περιόδου 1991–2024, ο οποίος ανέρχεται στο 47,3%.
Παρόλα αυτά, η Γερμανία εξακολουθεί να κατατάσσεται στο μέσο όρο των κρατών-μελών της Ε.Ε., όπου το γενικό ποσοστό για το 2023 ήταν 49,2%.
Η Γερμανία σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία Eurostat, τη μεγαλύτερη κρατική συμμετοχή επί του ΑΕΠ στην Ε.Ε. κατέχει η Φινλανδία με 57,6%, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (57,1%) και την Αυστρία (56,3%).
Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στην Ιρλανδία με μόλις 23,5%, η οποία ωφελείται από ταχείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης λόγω της παρουσίας πολυεθνικών εταιρειών.
Χαμηλές τιμές παρουσιάζουν επίσης η Μάλτα (38,3%) και η Λιθουανία (39,5%), γεγονός που αντανακλά διαφορετικές προσεγγίσεις κρατικής παρέμβασης.
Ιστορική αναδρομή: Από την ενοποίηση έως την πανδημία
Η υψηλότερη τιμή Staatsquote μετά την επανένωση της Γερμανίας καταγράφηκε το 1995 με 55,2%, λόγω της ένταξης των χρεών της Treuhandanstalt (υπεύθυνης για τις ιδιωτικοποιήσεις της Ανατολικής Γερμανίας) στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που καταχωρήθηκαν ως μεταβίβαση περιουσίας.
Σύγχρονες κορυφώσεις καταγράφηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19: 51,1% το 2020 και 50,7% το 2021.
Οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατακόρυφα για διαγνωστικά τεστ, εμβολιασμούς και οικονομική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Οι χαμηλότερες τιμές Staatsquote της τελευταίας 20ετίας
Αντιστρόφως, οι πιο «λιτοί» προϋπολογισμοί καταγράφηκαν τα έτη 2007 (43,5%), 2008 (44,4%) και 2014-2015 (44,5%), όταν η οικονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης και τα πλεονάσματα στους δημόσιους ισολογισμούς επέτρεψαν χαμηλότερη κρατική συμμετοχή.