Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό στη Γερμανία παίρνει φωτιά, φέρνοντας σε σύγκρουση πολιτικές δυνάμεις, εργοδοτικές ενώσεις και οικονομολόγους.
Η SPD προτείνει την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από τα 12,82 ευρώ στα 15 ευρώ από 1η Ιανουαρίου 2026, κάτι που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 17 τοις εκατό.
Η πρόταση αυτή βρίσκει έντονη αντίδραση από την πλευρά της CDU/CSU, των επιχειρηματικών ενώσεων και πολλών οικονομολόγων, οι οποίοι προειδοποιούν για νέο πληθωριστικό κύμα και επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τι λένε τα στοιχεία από την προηγούμενη αύξηση
Η τελευταία μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού τον Οκτώβριο του 2022, από 10,45 σε 12 ευρώ την ώρα, είχε ήδη σημαντικές συνέπειες στην αγορά.
Σύμφωνα με οικονομική ανάλυση, σε πολλούς κλάδους —όπως φούρνοι, κομμωτήρια, εστιατόρια και ξενοδοχεία— παρατηρήθηκαν αυξήσεις τιμών πολύ υψηλότερες από το μέσο ποσοστό πληθωρισμού.
Ο Oliver Zander, πρόεδρος της Gesamtmetall (ένωση της μεταλλουργικής και ηλεκτρολογικής βιομηχανίας), επισημαίνει ότι μια νέα μεγάλη αύξηση θα επιφέρει νέο κύμα ακρίβειας.
«Οι τιμές στον φούρνο, στο κομμωτήριο ή στην ταβέρνα θα εκτοξευτούν», τονίζει. Παράλληλα, εκφράζει φόβους για αύξηση των πτωχεύσεων μικρών επιχειρήσεων και ενίσχυση της αδήλωτης εργασίας.
Από το 2015 έως σήμερα: Υπερδιπλασιασμός
Ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία θεσμοθετήθηκε το 2015 στα 8,50 ευρώ την ώρα.
Από τότε έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 50 τοις εκατό, ενώ οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν αυξηθεί μόνο κατά 29 τοις εκατό.
Αν επιβληθεί η πρόταση της SPD για 15 ευρώ, η συνολική αύξηση από το 2015 θα φτάσει στο 76 τοις εκατό — κάτι που, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, δεν είναι διαχειρίσιμο για την αγορά εργασίας.
Ο Zander βλέπει πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την επιμονή της SPD: «Η SPD επιδιώκει να επιβάλει ουσιαστικά έναν ενιαίο μισθό για όλους τους εργαζόμενους, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το κόμμα εργαλειοποιεί τον κατώτατο μισθό σε κάθε προεκλογική περίοδο.
Η άποψη των ειδικών
Ο καθηγητής Volker Wieland από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, πρώην μέλος της επιτροπής των οικονομικών σοφών της κυβέρνησης, υποστηρίζει ότι η διαμόρφωση μισθών πρέπει να παραμείνει στα χέρια των κοινωνικών εταίρων.
«Οι εργοδότες και τα συνδικάτα γνωρίζουν καλύτερα την πραγματικότητα κάθε κλάδου και περιφέρειας», δηλώνει.
Η ανησυχία είναι ότι μια πολιτική καθοδήγηση των μισθολογικών εξελίξεων θα μπορούσε να παρακάμψει τη Μισθολογική Επιτροπή (Mindestlohnkommission), που μέχρι σήμερα καθορίζει τις αυξήσεις βάσει στοιχείων από την αγορά εργασίας.